- μπλιγούρι
- το-ιού, το πλιγούρι (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλιγούρι — και μπληγούρι και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και μπλουγούρι και μπουλγούρι και πνιγούρι, το, Ν 1. χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σούπας ή άλλων φαγητών 2. το φαγητό που παρασκευάζεται… … Dictionary of Greek
μπληγούρι — και μπλιγούρι, το βλ. πλιγούρι … Dictionary of Greek
bulgur — BULGÚR s.n. (reg.) Grâu măcinat mare, râşnit sau pisat; crupe de grâu. ♦ Mâncare gătită din acest grâu. – Din tc. bulgur. Trimis de valeriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 BULGÚR s. v. crupe. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime bulgúr s … Dicționar Român
πλιγούρι — το (λ. τουρκ.), χοντραλεσμένο σιτάρι για σούπα κτλ., αλλιώς μπλιγούρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)